21.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 3)

Το επόμενο πρωί δε με ξύπνησαν ούτε οι λαμπρές ακτίνες του γενοβέζικου ήλιου, ούτε η καυτή άσφαλτος του πάρκινγκ πάνω στην οποία κοιμήθηκα, ούτε και η αγωνία για τη μέρα που ξεκινούσε. Με ξύπνησαν οι έλικες του ελικοπτέρου που ράπιζαν τον αέρα στη χαμηλή του πτήση πάνω στον καταυλισμό σε μια απόπειρα πιστοποίησης ότι κάθε μας κίνηση βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Μα δε με ένοιαξε αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία πρωινής έγερσης καθώς παρασύρθηκα κατευθείαν από τη ζωντάνια μιας κοινότητας στην οποία αισθανόμουν καλοδεχούμενος. Η ουρά στις χημικές τουαλέτες επιβεβαίωνε με τον τρόπο της την οριστικοποίηση του πρωινού ξυπνήματος και έδινε την ευκαιρία μιας πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους του. Ο καταυλισμός φαινόταν οργανωμένος και στην αύρα του δε διέκρινα το παραμικρό από την αναταραχή της προηγούμενης νύχτας. Η μισή έκτασή του ήταν κατειλημμένη από τους Γερμανούς διαδηλωτές, στην αντίπερα όχθη ήμαστε οι Έλληνες και διάσπαρτες στις γωνίες διάφορες λοιπές εθνικότητες. Η σκηνή του Μανού είχε κιόλας αποσυναρμολογηθεί κάνοντας το πάρκινγκ να φαίνεται απέραντο. Μεγάλα αντίσκηνα είχαν στηθεί περιμετρικά, με παραμορφωμένα τα σύμβολα των μεγάλων πολυεθνικών και κάτω από αυτά κόσμος προετοιμαζόταν για τη πορεία διορθώνοντας λεπτομέρειες σε πλακάτ, πανώ, σημαίες και μουσικά όργανα. 


Ακολουθώντας το πλήθος που έβγαινε από τις πύλες του καταυλισμού οδηγήθηκα σε μια σειρά από παραλιακά πάρκα όπου νέα αντίσκηνα φιλοξενούσαν φόρουμ και συνελεύσεις. Στάθηκα περισσότερο σε δύο από αυτά: στο πρώτο αναλυόταν η πρόταση «Τόμπιν» για φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και στο άλλο εξελισσόταν μια συζήτηση για την άρνηση του χρέους των αφρικανικών χωρών. Τις παρακολούθησα και τις δυο υπό τη παραδοχή πως τις πιο πολλές δε θα μπορούσα να τις παρακολουθήσω. Στο μεταξύ ο κόσμος στις παραλιακές λεωφόρους πλήθαινε και οι οργανωμένες ομάδες, με τα χρώματα και τις μουσικές τους, έπαιρναν τη σειρά τους κατά μήκος της πορείας. Κάποιοι Καταλανοί αυτονομιστές συζητούσαν με τους αντίστοιχους της Κορσικής. Από ένα στενό εμφανίστηκε το μπλοκ των κούρδων. Πίσω τους ένα μπλοκ τούρκων κομμουνιστών. Ευτυχής και συμβολική διάταξη. Όπως συνήθως, οι κούρδοι χαμήλωναν τα πρόσωπά τους στη θέα φωτογραφικών και κινηματογραφικών μηχανών, ακόμα δε ξέρω αν ήταν ένα ευγενές πολιτισμικό τους χαρακτηριστικό ή το αποτέλεσμα ενός αγιάτρευτου αισθήματος καταδίωξης. Κρατούσαν μεγάλες φωτογραφίες του Οτσαλάν, και βλέποντάς τους σε μια κατάσταση μόνιμης συναισθηματικής συγκίνησης, παρόλο που το επεξεργαζόμουν διανοητικά δε μπορούσα να απαρνηθώ τα αρνητικά συναισθήματα της σχέσης της εθνικής μου καταγωγής και της κατάδοσης του αρχηγού τους. 

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, με εξαίρεση το ελικόπτερο, η δυνάμεις καταστολής ήταν διακριτικά αφανείς. Μα καθώς η πορεία πύκνωνε, η αντανάκλαση των ηλιακών ακτινών στα κράνη τους πρόδιδε τη παράταξή τους σε παράδρομους, νησίδες, ανισόπεδα, μικρά υψώματα και λοιπές λεπτομέρειες της άστατης αστικής γεωγραφίας της ιταλικής πόλης. Σε κάθε λάμψη κράνους και ασπίδας αντιστοιχούσε και μια κραυγή αποδοκιμασίας ώστε τελικά ο βόμβος ενός πλήθους που ξεκινά να ενθουσιάζεται να δώσει τη θέση του στο αλύχτισμα μιας μάζας που γινόταν εξοργισμένη. Η ψυχραιμία ακόμα κυριαρχούσε αλλά το ήδη δοκιμασμένο ένστικτο επιβίωσης με παρότρυνε να αναπτύξω το βήμα αν ήθελα να ολοκλήρωνα τη μέρα όπως την είχα ξεκινήσει. Αναζητώντας την οικειότητα της ελληνικής γλώσσας βρήκα τα ελληνικά μπλοκ και ενσωματώθηκα κάτω από το πανώ της Πρωτοβουλίας. Μια γλυκιά φοιτήτρια νοσηλευτικής κρατούσε το ένα δοκάρι και εγώ που ουδέποτε υπήρξα τζέντλεμαν δε προσφέρθηκα να τη ξαλαφρώσω από το βάρος, προτιμώντας ένα ανόητο πρόσχημα φτηνής κουβεντούλας. Το προσωρινό σαχλαμάρισμα σταμάτησε μια δημοσιογράφος του Άλφα που διέκοψε απότομα τη πορεία του ελληνικού μπλοκ –γιατί αυτοί εκεί πέρα κάνανε ρεπορτάζ! Στη θέα της σκέφτηκα τη μάνα μου που ίσως να περίμενε να της τηλεφωνούσα για να επιβεβαίωνα τη καλή μου υγεία αλλά η ομαλή μέχρι εκείνη την ώρα πορεία με αποθάρρυνε από το να θυμηθώ ότι σκοπός της τηλεόρασης είναι να τρομοκρατεί τους άμοιρους τηλεθεατές της. Και έτσι την άφησα στο καημό της και την αγωνία – όπως με ενημέρωσε η ίδια κατά την επιστροφή μου. 


Στο μεταξύ το ρεπορτάζ διακόπηκε από μια αναστάτωση που ερχόταν από τα πίσω. Από το ύψωμα που βρισκόμουν διέκρινα καπνούς κάπου προς το τέλος της πορείας και από το σπασμένο τηλέφωνο συνειδητοποίησα ότι η γνωστή τακτική του σπασίματος της πορείας και της μαζικής επίθεσης μπάτσων στην ουρά της είχε μόλις εφαρμοσθεί. Η υπόλοιπη πορεία, ασφαλής στο εναπομείναν μέγεθός της, συνέχισε απρόσκοπτη ίσως επειδή γνώριζε πως ήταν ακόμα νωρίς για να ανησυχήσει για την πλήρη της ακεραιότητα. Το ίδιο και εγώ. Είχα μερικές ώρες ακόμα να περάσω ανέμελα, περπατώντας ανάμεσα σε χιλιάδες, κουβεντιάζοντας με δεκάδες και καταγράφοντας στη μνήμη τις εικόνες μιας πραγματικά ανοιχτής πόλης και τις γραφικότητες που τις ακολουθούσαν. Σε μια απλή παράθεση καταγράφω τα μεγάλα λευκά σεντόνια που κρεμόταν από τα ανοιχτά μπαλκόνια με τα οποία οι κάτοικοι καλωσόριζαν στη πόλη τους τους πολίτες του κόσμου, τους κουβάδες δροσερού νερού με τους οποίους άλλοι κάτοικοι κατέβρεχαν τους διαδηλωτές που διψούσαν για λίγο ακόμα, τις αμέτρητες μπάντες που παιάνιζαν μελωδίες από τραγούδια της επανάστασης μέχρι φελινικά σάουντρακ ασυγκράτητης χαρμολύπης, κλόουν, μασκαράδες, ανθρώπους να χορεύουν και να γελάνε, δέκα διαφορετικούς Πάπες να φωτογραφίζονται, δύο Έλβις Πρέσλευ, δυο-τρεις Μαραντόνα, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο τον τότε πρόεδρο του Συνασπισμού και μετέπειτα του Παναθηναϊκού με τη γραβάτα του και τους παρατρεχάμενους να αποχωρίζεται προσωρινά τον ανυπόφορο αστισμό του. Ήταν το «πολύχρωμο, ανομοιογενές» κίνημα ενάντια στη παγκοσμιοποίηση στη μεγαλοπρέπειά του, το «όλοι διαφορετικοί μα όλοι ενωμένοι» σε μια χαρούμενη πράξη. 
Και μέσα στο μέγα πλήθος, στο μέγα χαλασμό, μια παράξενη όαση ξεπρόβαλε από τις νότες και τους αλαλαγμούς. Ένα μικρό μα κραταιό γαλατικό χωριό, με την σφικτή του αλυσίδα, τη πανίσχυρη ομάδα περιφρούρησης. Η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ άνοιγε το δρόμο ανάμεσα στις μάζες, περιχαρακωμένη στην εντέλεια μέσα στο δίκιο της, αποφασισμένη μες από την περήφανη απόστασή της, περιφρουρημένη και ξεκάθαρη και πέραν κάθε υποψίας, η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, το ΚΚΕ, σε αλυσίδα και περιφρούρηση, σε αλυσίδα, σε περιφρούρηση, και όλοι μαζί, η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, να φωνάζει το σύνθημα που όλους μας ενώνει, μας ενώνει, ενώνει: ΚΚΕ το κόμμα σου λαέ! Το κόμμα σου, λαέ, ΚΚΕ. 

Λίγο πριν ο κεντρικός πυρήνας της διαδήλωσης περάσει τη κόκκινη γραμμή, τη διαχωριστική που κατέδειχνε μέχρι που μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς να παίξουμε το κεφάλι μας, που ήταν όντως κόκκινη και τόσο διαχωριστική που σχεδόν δε φαινόταν από το πλήθος των μπάτσων που τη πατούσαν, που καθόριζε τα σύνορα της non man land στο άλλο άκρο της οποίας οι G8 συνομιλούσαν και αποφάσιζαν για το καλό το δικό μας, λίγο πριν λοιπόν περάσει από κει και κληθεί να αποφασίσει αν η σύναξη 500.000 ανθρώπων είναι όντως ικανή να σταματήσει τη σύναξη οκτώ, συνέβη η πραγματική εξαπάτηση, το colpo grosso. Από το τέλος της ουράς, από εκείνο που είχε απομείνει από την εκκαθάριση του μαύρου μπλοκ το πρωί από τις δυνάμεις καταστολής, ένα μακρόσυρτο βουητό που ακουγόταν χαρούμενο διαδιδόταν. Ήταν σαν ηχητικό κύμα που παρέσερνε και παρακολουθώντας το περίμενες τη σειρά σου για να σε παρασύρει. Μα η αναμονή για το κύμα αυτό ήταν περισσότερο ανυπομονησία, μιας και η ενέργειά του εγκατέλειπε όσους περνούσε με μια απρόσμενη ιλαρότητα, με μια ασυγκράτητη έκφραση επιδοκιμασίας. Ήταν σαν να ζητούσες να λουστείς από αυτό το κύμα. Τι είχε συμβεί; Γιατί χαίρονταν έτσι όλοι. Σύντομα το κύμα με έλουσε και μένα. Έμαθα αυτό που είχε συμβεί. Η σύνοδος, η περίφημη σύνοδος των G8 είχε ματαιωθεί. Η μεγάλη διαδήλωση της Γένοβας είχε ματαιώσει τη σύνοδο των G8. Τι ευτυχία, τι χαρά, τι μεγάλο ψέμα, τι μεγάλη απάτη!! Ακόμα και όταν αντιλαμβάνεσαι το αδιανόητο της είδησης προτιμάς να αφεθείς στη χαρούμενη αγκαλιά του πλήθους καθώς μόνο έτσι δε θα αισθανθείς απελπιστικά μόνος στη διάψευσή της. Και περπατώντας, ένα με το πλήθος, ενθουσιασμένος όντας το πλήθος, χρειάστηκε να διανύσω αρκετά ακόμα χιλιόμετρα για να υποψιαστώ τη κομπίνα, μα και να διανύσω και κάμποσα ναυτικά μίλια στην Αδριατική για να την εμπεδώσω. Κανείς δεν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η είδηση αυτή δεν ήταν σπασμένο τηλέφωνο. Και οι περισσότεροι γύρω μου αποφάσισαν προσωρινά να τη δεχτούν ως αληθινή. Γιατί, ούτε twitter υπήρχε τότε ούτε άμεσο ίντερνετ μέσω τηλεφώνου και η περιήγηση κλήσεων κόστιζε ακόμα πολλά. Μα και να υπήρχε η τεχνολογία κανείς δε θα προτιμούσε να διαψεύσει τόσο γρήγορα τη χαρά. Έτσι, το πέρασμα του μεγαλύτερου όγκου των διαδηλωτών μπρος από τη κόκκινη γραμμή έγινε ανώδυνα, ευχάριστα, χαρούμενα. Κοιτάζαμε τους μπάτσους που τη φυλάγανε αφ’ υψηλού, σχεδόν απαξιούσαμε ούτε καν να φανταστούμε να συγκρουστούμε με εκείνους δεδομένου του θριάμβου. Και έτσι έγινε το πέρασμα με τα κεφάλια μας ακέραια και αναίμακτα. Τώρα πια δεν έμενε τίποτα περισσότερο από το να επιστρέφαμε στον καταυλισμό και να οργανώναμε τα επινίκια. Για λίγο με φανταζόμουν στα στενά της Γένοβα, να πίνω και να γλεντάω, αλλά η αποθαρρυντική εικόνα της αρμάδας των μπάτσων που περπατούσε δίπλα μου ευτυχώς με σταμάτησε από την επικίνδυνη φαντασίωση. Γιατί όπως έδειξε η μετέπειτα εμπειρία, το καίριο κτύπημα από τις δυνάμεις καταστολής γίνεται ακριβώς τη στιγμή του ηλιθίου ονειροκοπήματος, τη στιγμή που επιτρέπεις στον εαυτό σου να σκεφτεί ότι οι ένοπλοι και έννομοι υπερασπιστές της άρχουσας τάξης θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν τη φαντασίωση. Ήδη κάποιοι αφελείς ονειροπόλοι ξυλοκοπούνταν αγρίως στο τελευταίο κομμάτι της πορείας και αυτό έμελε να ήταν η αρχή ενός ολονύχτιου αγώνα ενάντια στον εφιάλτη. Και όμως η πορεία ήταν τόσο μεγάλη που η βία που εξαπλωνόταν σα ρεύμα στη σπονδυλική της στήλη δε μου είχε γίνει ακόμα αντιληπτή πέρα από τα διάσπαρτα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και τις βανδαλισμένες σιδεριές με τις οποίες οι τράπεζες είχαν στολίσει τις βιτρίνες τους. Κατάκοπος απ’ τα χιλιόμετρα πεζοπορίας αλλά με τη γεύση της επιτυχίας στα χείλη επέστρεψα με τους υπόλοιπους στον καταυλισμό.

συνόδευσε τα παραπάνω με αυτό

το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος

στην επόμενη ανάρτηση:
πόσο μεγάλη ήταν η νύχτα που ακολούθησε;
είναι τελικά καλή ιδέα η μπύρα εν μέσω δακρυγόνων και δυνάμεων καταστολής;
επέζησα τελικά;

1 σχόλιο:

έχεις κάτι να προσθέσεις;

οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis